ρέμα, το, ουσ. [<μσν. ρέμα <αρχ. ῥεύμα], το ρέμα·
- αρμενίζω βαθύ ρέμα, (στη γλώσσα της αργκό) ενεργώ απερίσκεπτα χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες, μπαίνω σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς απαραίτητα να μπορώ να τις αντιμετωπίσω, να μπορώ να ξεπεράσω τις δυσκολίες ή τους κινδύνους που τυχόν κρύβουν: «αν πρέπει να τα βάλεις με κάποιον, αυτός είναι ο εαυτός σου, γιατί, ενώ όλοι σε προειδοποιούσαν, εσύ θέλησες ν’ αρμενίσεις βαθύ ρέμα, και την πάτησες»·
- με παράσυρε το ρέμα, καταστράφηκα οικονομικά ή ξέπεσα ηθικά. (Λαϊκό τραγούδι: με παράσυρε το ρέμα,μάνα μου, δεν είναι ψέμα· καίγομαι γι’ αυτή και λιώνω την αγαπώ
- με πήρε το ρέμα, βλ. φρ. με παράσυρε το ρέμα. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν με πήρε τ’ άγριο ρέμα ο ντουνιάς κι αν με μισεί, τι αξίζει λίγο αίμα αφού μ’ αγαπάς εσύ έννοια μου χρυσή)·
- με τραβάει στο ρέμα, με οδηγεί κάποιος προς την οικονομική καταστροφή ή προς τον ηθικό ξεπεσμό: «ξέκοψα απ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί κατάλαβα πως με τραβούσε στο ρέμα». (Λαϊκό τραγούδι: με πικραίνεις, σαν ξένο με κοιτάς και στο ρέμα με τραβάς!
- μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, βλ. συνηθέστ. μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. (Δημοτικό τραγούδι: μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, τι θα κάνω εγώ με σένα
- μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, επικίνδυνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. (Λαϊκό τραγούδι: μπρος γκρεμός, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι η αγάπη σου, θυσιάστηκα για σένα, μα όλα χαλάλι σου).